Η συμμετοχή της πλειονότητας των ελληνικών μέσων μαζικής «ενημέρωσης»
στην καταστροφή της χώρας –και προπαντός των τέως ισχυρών και κυρίαρχων ενώπιον
των οποίων έτρεμε μέχρι πρότινος το φυλλοκάρδι των ιθαγενών πολιτικών– θυμίζουν
το τροπάριο της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυναικός. Δυστυχώς όμως χωρίς
το τμήμα του που αφορά την γεμάτη δάκρυα μετάνοια, έναντι της οποίας η γυνή
αναμένει –εις μάτην βεβαίως!– την ευαγγελική συγχώρεση. Αντίθετα, τόσο τα
κατορθώματά τους του παρελθόντος όσο και η παρούσα συμπεριφορά τους θυμίζουν
περισσότερο τις επόμενες φράσεις του τροπαρίου: «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας».
Τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν ασφαλώς ισχυρή εξουσία (τη λεγομένη τέταρτη) σε
κάθε χώρα και η συμπεριφορά τους ενσταλάζει στο κοινό τους κοινωνικές αξίες,
νοοτροπίες και συμπεριφορές που διαμορφώνουν καταλυτικά την κοινωνική και
πολιτική ζωή. Παντού στον κόσμο τα Μέσα έχουν σχεδόν αναπόφευκτες αδυναμίες. Η συνεισφορά
τους όμως στη σημερινή ελληνική καταστροφή ξεπερνά τα συνήθη μέτρα και τις ευθύνες
που θα τους καταλογίζονταν σε οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική χώρα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ποιες είναι οι κύριες ελληνικές ιδιαιτερότητες του χώρου των ΜΜΕ; Η πιο σημαντική ίσως είναι η εξόχως προνομιακή θέση και μεταχείριση που είχαν επί δεκαετίες από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Φθηνό χαρτί, υποχρεωτικές δημοσιεύσεις ισολογισμών, επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων τους εις βάρος τρίτων, δάνεια χωρίς τήρηση των τραπεζικών κριτηρίων, νόμιμη δυνατότητα «μαύρων» αφορολόγητων δαπανών κ.ά. Επιπλέον, ιδιαίτερη μεταχείριση προνομιούχων εργαζομένων σε αυτά, με ηγεμονικούς μισθούς και μεγάλη πολιτική επιρροή, κατά κανόνα «αγωνιστών» και «αντιιμπεριαλιστών» με πολλαπλές θέσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, δημιουργία πλήθους αργομισθιών στα κρατικά και κρατικοδίαιτα ΜΜΕ (κρατική τηλεόραση και ραδιόφωνα, δημοτικά ραδιόφωνα, κομματικά ραδιόφωνα που χρηματοδοτούνταν μέσω των τεράστιων κομματικών επιχορηγήσεων και των θαλασσοδανείων των κομμάτων κ.λπ.), έως δε και τη διάθεση δωρεάν αστυνομικής προστασίας. Και φυσικά στον χώρο δεσπόζει το μέγα και διαρκές σκάνδαλο που ονομάζεται Κρατική Ραδιοτηλεόραση.
Όλα αυτά όμως δεν έφταναν. Διότι η ανθρώπινη φύση έχει ισχυρή και την βουλιμική πλευρά της. Στο τρίγωνο επιχειρηματίες - κομματικό κράτος - ΜΜΕ (αφεντικά και επιφανή «στελέχη») κυκλοφόρησε και πολύ σκοτεινό και μαύρο χρήμα, που αφορούσε είτε την προώθηση πολιτικών προσώπων είτε (κυρίως) τη δημοσιοποίηση ή αποσιώπηση υποθέσεων διαφθοράς (ανάλογα με τα συμφέροντα του κινούντος τα νήματα). Με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του μαύρου αυτού χρήματος να καταλήγει βεβαίως ως αμοιβή για την αποσιώπηση μάλλον παρά για τη δημοσιοποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκάλυψη όλων των μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έγινε και με την ανοχή των ισχυρών ΜΜΕ, οι σχέσεις των οποίων με τα κυκλώματα αυτά ουδέποτε έχουν διερευνηθεί σε βάθος από κανέναν. Επίσης τα ίδια τα ΜΜΕ δεν διερευνούσαν αυτοβούλως τα γνωστά σε όλους κυκλώματα. Η αποκάλυψη μεγάλων και προφανών υποθέσεων διαφθοράς (λ.χ. πολεοδομικών υποθέσεων, φοροδιαφυγής κ.λπ.) θα χρειαζόταν μερικές μόνο εβδομάδες έντιμου και μάλλον εύκολου ερευνητικού ρεπορτάζ. Τέτοιες αποκαλύψεις δεν έγιναν, παρά τις στρατιές δημοσιογράφων που απασχολούνται στα ΜΜΕ, γιατί ποτέ δεν δόθηκαν οι σχετικές εντολές και γιατί τα πάσης φύσεως κυκλώματα «κρατούσαν» το ένα το άλλο (κυκλώματα τα οποία, όπως προκύπτει και από την υπόθεση των «λουλουδιών» της Θεσσαλονίκης, διέθεταν πάντα και «άκρες» στα ΜΜΕ).
Τέλος, για λόγους πληρότητας δεν θα πρέπει βέβαια να ξεχνούμε μια παλαιότερη πηγή χρηματισμού: την «ένδοξη» εποχή του Χρηματιστηρίου, όταν δημοσιογραφικώς προωθούνταν επιχειρηματικές φενάκες (τα περιβόητα «σαπάκια») για να αποσπαστούν χρήματα των –εξίσου βουλιμικών– «παικτών» που αναζητούσαν εύκολους τρόπους ακαριαίου και χωρίς κόπο πλουτισμού. Υπήρξε μάλιστα ολόκληρη «σχολή» εντύπων που προπαγάνδιζαν την κοινωνία της υπερκατανάλωσης και της πολυτελούς διαβίωσης, απευθυνόμενα κυρίως σε κομματικούς αξιωματούχους, σε λογής τυχοδιώκτες και σε πρόσκαιρα νεόπλουτους του Χρηματιστηρίου.
Μια τρίτη ενδιαφέρουσα πλευρά των ελληνικών ΜΜΕ είναι ότι το χρήμα το οποίο έβγαινε από όλες αυτές τις δραστηριότητες δεν κρυβόταν, όπως ο βήχας και ο έρωτας. Οι μεγαλοπαράγοντες του χώρου, με τα θηριώδη «άσπρα» (της τάξεως των πολλών δεκάδων ή σε ορισμένες περιπτώσεις και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ τον μήνα) και τα κολλαριστά «μαύρα» χρήματα, δεν έκαναν μόνο κάθε είδους μπίζνα· ζούσαν επιπροσθέτως και βίο προκλητικά πολυτελή. Σπίτια φαντασμαγορικά, πολυτελή αυτοκίνητα, διακοπές στα ακριβότερα μέρη του κόσμου, ζωή χαρισάμενη, την ώρα που προπαγάνδιζαν είτε την ηθική αξία της ισότητας και του σοσιαλισμού (οι περισσότεροι), είτε τις παραδοσιακές εθνικές αξίες της πτωχής πλην τιμίας Ελλάδος (η άλλη πλευρά).
Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο ότι στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η ποιότητα της δημοσιογραφίας στη χώρα μας απαξιώθηκε και υποβαθμίστηκε σε εξοργιστικό βαθμό. Ανεπίτρεπτη προχειρότητα, ακόμη και ρεπορτάζ ανύπαρκτων γεγονότων σε μεγάλες και «έγκυρες» εφημερίδες, έμεναν χωρίς καμία κύρωση. Ταυτόχρονα, στον δημοσιογραφικό λόγο (ιδίως τον ραδιοτηλεοπτικό), παρεισέφρησε μια βάναυση και ξύλινη γλώσσα που είχε ως βασικά χαρακτηριστικά τον χονδροειδή λαϊκισμό, τον εύκολο εντυπωσιασμό, την αναζήτηση και έξαψη των κατωτέρων ενστίκτων του κοινού, παράλληλα με την ανάδειξη των «προσωπικοτήτων» που θα ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές αυτές. Δεν είναι τυχαίο ότι χρεοκοπήσαμε δαπανώντας και σπαταλώντας αμύθητα ποσά την ίδια ώρα που σε όλα τα κανάλια οι προϋπολογισμοί και απολογισμοί της καταστροφικής σπατάλης εμφανίζονταν δήθεν ως προϋπολογισμοί και απολογισμοί «λιτότητας».
Στον κατήφορο αυτόν υπήρξαν ασφαλώς και οι σπάνιες εξαιρέσεις – ελάχιστες τίμιες εφημερίδες και ειδικά έντυπα που έκαναν σοβαρή δουλειά. Ωστόσο, άριστες πένες συμβιβάζονταν με το σύστημα για να αποκτήσουν χώρο έκφρασης, εξαιρετικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί παραγωγοί και μια μεγάλη μάζα εντίμων ανθρώπων που δούλευαν στον χώρο, παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι ή συμβιβασμένοι τα τεκταινόμενα και προσπαθούσαν απλώς να «κάνουν τη δουλειά τους». Το κλίμα όμως δεν το διαμόρφωναν αυτοί.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Καθώς το ελληνικό δράμα πλησιάζει στην κορύφωσή του και η ασωτία και ο μεγαλεπήβολος επιχειρηματικός παραγοντισμός έχουν εξανεμίσει τα νόμιμα και άνομα κέρδη δεκαετιών, το σύστημα που κυριάρχησε όλα αυτά τα χρόνια καταρρέει. Με τα περισσότερα θύματα βέβαια να προέρχονται από τη μεγάλη μάζα όσων δεν είχαν μερίδιο συμμετοχής στο «πάρτι», όπως συμβαίνει άλλωστε και στην ευρύτερη κοινωνία, στην οποία απευθύνεται ο σπίλος «Μαζί τα φάγαμε». Τα απομεινάρια του συστήματος προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν χρησιμοποιώντας όλες τις παλιές μεθόδους που καλά γνωρίζουν και προωθώντας έναν δημόσιο λόγο που ενθαρρύνει τον πιο ακραίο λαϊκισμό. Αυτό δε με την ελπίδα να συμπορευθούν με το λαϊκό αίσθημα και να προωθήσουν στην εξουσία πιόνια που θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν οι ίδιοι (την ώρα που η χώρα καταστρέφεται), πραγματοποιώντας την τελευταία λεηλασία τους κατά της Ελλάδας.
Η ζωή όμως πορεύεται με τη δική της νομοτέλεια. Τα σχέδιά τους αποδεικνύονται και ατελή και ατελέσφορα. Είναι οι προσπάθειές τους, των συφοριασμένων, σαν των Τρώων: καταδικασμένες. Η κρίση κινείται με ρυθμούς μανιώδεις και ανεξέλεγκτους, σε δρόμους απρόβλεπτους και ανεξερεύνητους, απαξιώνοντας και καταβροχθίζοντας τους γεννήτορές της, εκτός από τον χώρο του πολιτικού συστήματος εξουσίας, και εκείνους στον χώρο των ΜΜΕ.
— The Athens Review of Books
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου